Μετάβαση στο περιεχόμενο

erase

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας erase
γ΄ ενικό ενεστώτα erases
αόριστος erased
παθητική μετοχή erased
ενεργητική μετοχή erasing

erase (en)

  1. σβήνω, απαλείφω, αφαιρώ κάτι εντελώς
      She erased the unpleasant memories.
    Έσβησε τις δυσάρεστες αναμνήσεις.
      The controversial provisions were erased from the bill.
    Απαλείφτηκαν οι επίμαχες διατάξεις από το νομοσχέδιο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω, εξαφανίζω κάτι γραμμένο, αποτυπωμένο ή χαραγμένο
      I am erasing the board.
    Σβήνω τον πίνακα.
      Erase with the eraser.
    Σβήσε με τη γόμα.
      This eraser doesn’t erase well.
    Αυτή η γόμα δεν σβήνει καλά.
      The snow erased the tracks.
    Το χιόνι έσβησε τα ίχνη.
  3. (μεταβατικό) διαγράφω πληροφορίες, ήχο, εικόνες κτλ. από υπολογιστή, βίντεο κτλ.
      We erased the files by mistake but they can be recovered.
    Διαγράψαμε τα αρχεία κατά λάθος αλλά μπορούν να ανακτηθούν.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delete

Συγγενικά

[επεξεργασία]