erase
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | erase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | erases |
αόριστος | erased |
παθητική μετοχή | erased |
ενεργητική μετοχή | erasing |
Ρήμα
[επεξεργασία]erase (en)
- σβήνω, απαλείφω, αφαιρώ κάτι εντελώς
- ⮡ She erased the unpleasant memories.
- Έσβησε τις δυσάρεστες αναμνήσεις.
- ⮡ The controversial provisions were erased from the bill.
- Απαλείφτηκαν οι επίμαχες διατάξεις από το νομοσχέδιο.
- ⮡ She erased the unpleasant memories.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω, εξαφανίζω κάτι γραμμένο, αποτυπωμένο ή χαραγμένο
- ⮡ I am erasing the board.
- Σβήνω τον πίνακα.
- ⮡ Erase with the eraser.
- Σβήσε με τη γόμα.
- ⮡ This eraser doesn’t erase well.
- Αυτή η γόμα δεν σβήνει καλά.
- ⮡ The snow erased the tracks.
- Το χιόνι έσβησε τα ίχνη.
- ⮡ I am erasing the board.
- (μεταβατικό) διαγράφω πληροφορίες, ήχο, εικόνες κτλ. από υπολογιστή, βίντεο κτλ.