Μετάβαση στο περιεχόμενο

eraser

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
eraser erasers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eraser < erase + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eraser (en)