eraser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
eraser | erasers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]eraser (en)
- (γραφική ύλη) η γόμα, η γομολάστιχα, η σβήστρα
- ⮡ an eraser for a pencil and pen - γόμα για μολύβι και στυλό