note
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
note (en)
- το σημείωμα (περιληπτικές πληροφορίες)
- (μουσική) το φθογγόσημο
- → δείτε τη λέξη tone
- η προσοχή
Ρήμα[επεξεργασία]
note (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
note | notes |
note (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- chasse aux notes - βαθμοθηρία
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nota | note |
note (it)
- πληθυντικός του nota