notation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
notation | notations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]notation (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]notation (fr) θηλυκό
- η παρατήρηση, ο τονισμός
- η βαθμολογία, η βαθμολόγηση