εγγράφομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγγράφομαι < παθητικό του ρήματος εγγράφω
Ρήμα[επεξεργασία]
εγγράφομαι
- γράφομαι σε μία επίσημη ομάδα, κατάλογο, λίστα, κατηγορία
- εγγράφομαι στο σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, στο στρατό (και κατατάσσομαι), στο ληξιαρχείο (και απογράφομαι), στο μητρώο αρρένων, στις λίστες υποψηφίων για τις εκλογές, στους εκλογικούς καταλόγους κ.λπ.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγγράφομαι