στρατός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Στράτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατός οι στρατοί
      γενική του στρατού των στρατών
    αιτιατική τον στρατό τους στρατούς
     κλητική στρατέ στρατοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾaˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τός
τονικό παρώνυμο: Στράτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρατός αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων κάθε κράτους αναγνωρισμένου από την διεθνή κοινότητα
  2. το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων συνασπισμένων κρατών σε συμμαχία
  3. (ειδικότερα) μόνο οι ένοπλες δυνάμεις ξηράς (πεζικό, πυροβολικό, τεθωρακισμένα - ιππικό), σε αντιδιαστολή με το πολεμικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία
  4. (μεταφορικά) μεγάλο πλήθος

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
στρατ- 

και

Δε σχετίζεται η στράτα, στρατόσφαιρα & συγγενικά τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρατός οἱ στρατοί
      γενική τοῦ στρατοῦ τῶν στρατῶν
      δοτική τῷ στρατ τοῖς στρατοῖς
    αιτιατική τὸν στρατόν τοὺς στρατούς
     κλητική ! στρατέ στρατοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατώ
γεν-δοτ τοῖν  στρατοῖν
στρατόφι: επικός τύπος , γενική ενικού.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stratos < *sterh₃- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρατός, -οῦ αρσενικό

  1. στράτευμα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 385 (384-386)
    ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· | πῇ δὴ οὕτως ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεαι οἷος | νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι;
    και τούτο θέλω να μου ειπείς αληθινά, να μάθω | τι θέλεις και από τον στρατόν στα πλοία μας πηγαίνεις | μόνος στο σκότος της νυκτός, που όλ᾽ οι θνητοί κοιμώνται;
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 78.1
    Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπειδὴ καὶ τούτου διήμαρτον, μέρος μέν τι καταλιπόντες τοῦ στρατοῦ, τὸ δὲ πλέον ἀφέντες περιετείχιζον τὴν πόλιν κύκλῳ, διελόμενοι κατὰ πόλεις τὸ χωρίον·
    Μετά την νέα αυτή αποτυχία, οι Πελοποννήσιοι διαλύσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους και άφησαν το υπόλοιπο για να περιτειχίσει την πολιτεία. Μοίρασαν την εργασία μεταξύ των μονάδων της κάθε πολιτείας.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 1250
    στρατὸν δ᾽ Ἀχαιῶν οὐ φοβῇ, πράσσων τάδε;
    Και ώστε δε φοβάσαι το στρατό των Αργείων, μ᾽ αυτά που κάνεις;
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  2. οι στρατιώτες συνολικά χωρίς τους αρχηγούς τους
  3. λαός, πλήθος, οι απλοί άνθρωποι
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 762 (762-764)
    ἐγὼ δὲ χώρᾳ τῇδε καὶ τῷ σῷ στρατῷ | τὸ λοιπὸν εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον | ὁρκωμοτήσας νῦν ἄπειμι πρὸς δόμους,
    Μα εγώ, Αθηνά, στη χώρ᾽ αυτή και στο λαό σου, | πρι φύγω για τα σπίτια μου όρκο θα δώσω, | που να βαστά απ᾽ εδώ και μπρος και στον αιώνα:
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 749 (749-750)
    στρατὸς δ᾽ ὅπως ὁρᾷ νιν ἐκπεπτωκότα | δίφρων, ἀνωλόλυξε τὸν νεανίαν,
    Κι όταν τον είδε πὄπεφτε απ᾽ το δίφρο, | βοή και θρήνο σήκωσε το πλήθος για το λεβεντονιό,
    Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  4. όμιλος ή σώμα αντρών (π.χ. το σώμα των Αμφικτιόνων, των Κενταύρων, των Αμαζόνων)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
στρατ- 

παράγωγα & σύνθετα

και (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]