στρατός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Στράτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατός οι στρατοί
      γενική του στρατού των στρατών
    αιτιατική τον στρατό τους στρατούς
     κλητική στρατέ στρατοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατός < αρχαία ελληνική στρατός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stratos < *sterh₃- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾaˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τός
τονικό παρώνυμο: Στράτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρατός αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων κάθε κράτους αναγνωρισμένου από την διεθνή κοινότητα
  2. το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων συνασπισμένων κρατών σε συμμαχία
  3. (ειδικότερα) μόνο οι ένοπλες δυνάμεις ξηράς (πεζικό, πυροβολικό, τεθωρακισμένα - ιππικό), σε αντιδιαστολή με το πολεμικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία
  4. μεγάλο πλήθος

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]