συστρατεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συστρατεύομαι < αρχαία ελληνική συστρατεύω. Ήδη στην αρχαιότητα άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν το ρήμα στην ενεργητική φωνή και άλλοι μόνο στους μέσους τύπους του. Σήμερα το ρήμα είναι αποθετικό.

Ρήμα[επεξεργασία]

συστρατεύομαι

  • ενώνω τις δυνάμεις μου, συμπαρατάσσομαι με κάποιον σε κάποιον αγώνα πολεμικό, πολιτικό, κοινωνικό, εκλογικό κλπ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]