αποστρατικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστρατικοποίηση οι αποστρατικοποιήσεις
      γενική της αποστρατικοποίησης* των αποστρατικοποιήσεων
    αιτιατική την αποστρατικοποίηση τις αποστρατικοποιήσεις
     κλητική αποστρατικοποίηση αποστρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστρατικοποίηση < πιθανόν περικοπή του αποστρατιωτικοποίηση για απλοποίηση της προφοράς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποστρατικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]