αποστρατικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποστρατικοποίηση | οι | αποστρατικοποιήσεις |
γενική | της | αποστρατικοποίησης* | των | αποστρατικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποστρατικοποίηση | τις | αποστρατικοποιήσεις |
κλητική | αποστρατικοποίηση | αποστρατικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστρατικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστρατικοποίηση < πιθανόν περικοπή του αποστρατιωτικοποίηση για απλοποίηση της προφοράς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποστρατικοποίηση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) νεολογική μορφή του αποστρατιωτικοποίηση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποστρατιωτικοποιώ και στρατός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστρατικοποίηση
|