εκστρατεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκστρατεία < ελληνιστική κοινή ἐκστρατεία < αρχαία ελληνική ἐκστρατεύω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική campagne)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκστρατεία θηλυκό
- η προετοιμασία και η έξοδος στρατού από μια χώρα, με σκοπό τον πόλεμο εναντίον άλλου στρατού
- Στην εκστρατεία της Καλλίπολης, Μυτιληνιοί και Αϊβαλιώτες λαθρέμποροι πήγαν αντάρτες εθελοντές. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
- (μεταφορικά) η καμπάνια, η συντονισμένη και ομαδική προσπάθεια για την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εκστρατεύω και στρατός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)