campagne
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
campagne | campagnes |
campagne (fr) θηλυκό
- η εξοχή, η ύπαιθρος
- η καμπάνια, η εκστρατεία, η εξόρμηση
- la campagne électorale vient de commencer - η εκλογική καμπάνια μόλις άρχισε