campaign
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
campaign | campaigns |
campaign (en)
- η εκστρατεία, η καμπάνια
- ↪ The electoral campaign entered into the final stretch.
- Η προεκλογική εκστρατεία μπήκε στην τελική ευθεία.
- ↪ It’s a sales promotion campaign targeting young consumers.
- Είναι εκστρατεία προώθησης πωλήσεων που απευθύνεται σε νεαρούς καταναλωτές.
- ↪ The electoral campaign entered into the final stretch.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | campaign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | campaigns |
αόριστος | campaigned |
παθητική μετοχή | campaigned |
ενεργητική μετοχή | campaigning |
campaign (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκστρατεύω, κάνω καμπάνια, αναπτύσσω συντονισμένη και ομαδική δράση για την επίτευξη ορισμένου κοινωνικού σκοπού ή για να κερδίσω εκλογές
- ↪ The students are campaigning to save the environment.
- Οι μαθητές εκστρατεύουν για τη σωτηρία του περιβάλλοντος.
- ↪ The students are campaigning to save the environment.