Μετάβαση στο περιεχόμενο

sign up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας sign up
γ΄ ενικό ενεστώτα signs up
αόριστος signed up
παθητική μετοχή signed up
ενεργητική μετοχή signing up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sign up <  δείτε τις λέξεις sign και up

sign up (en)

  1. εγγράφω, δηλώνω
      I sign my kids up for school.
    Εγγράφω τα παιδιά μου σ’ένα σχολείο.
      I am signing up for a class.
    Εγγράφομαι σε μια τάξη.
      She has already signed up for the excursion.
    Έχει ήδη δηλώσει για την εκδρομή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη register