supply
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
supply | supplies |
supply (en)
- το εφόδιο, ο εξοπλισμός
- ο εξοπλισμός, ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα εργαλεία, εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα
- η τροφοδοσία, η παροχή διαφόρων υλικών
- ↪ The supply of water of the city was cut off.
- Διακόπηκε η τροφοδοσία της πόλης με νερό.
- ≈ συνώνυμα: provisioning
- ↪ The supply of water of the city was cut off.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | supply |
γ΄ ενικό ενεστώτα | supplies |
αόριστος | supplied |
παθητική μετοχή | supplied |
ενεργητική μετοχή | supplying |
supply (en)