supply

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
supply supplies

supply (en)

  1. το εφόδιο, ο εξοπλισμός
    We have a shortage of supplies.
    Έχουμε έλλειψη εφοδίων.
     συνώνυμα: equipment, gear
  2. ο εξοπλισμός, ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα εργαλεία, εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα
    The construction of the hospital finished, yet its supply has still not begun.
    H κατασκευή του νοσοκομείου τελείωσε δεν έχει όμως ακόμα αρχίσει ο εξοπλισμός του.
     συνώνυμα: equipment, equipping
  3. η τροφοδοσία, η παροχή διαφόρων υλικών
    The supply of water of the city was cut off.
    Διακόπηκε η τροφοδοσία της πόλης με νερό.
     συνώνυμα: provisioning

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας supply
γ΄ ενικό ενεστώτα supplies
αόριστος supplied
παθητική μετοχή supplied
ενεργητική μετοχή supplying

supply (en)

  1. παρέχω
  2. τροφοδοτώ
    supply the market - τροφοδοτεί την αγορά.