ανεφοδιασμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεφοδιασμός < ανεφοδιάζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεφοδιασμός αρσενικό
- η αναπλήρωση εφοδίων, η εκ νέου προμήθεια, παροχή αναλώσιμων που καταναλώθηκαν
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεφοδιασμός