Μετάβαση στο περιεχόμενο

εφοδιάζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐφοδιάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εφοδιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφοδιάζω (αρχαία σημασία: ειδικά για ταξίδι)[1] < ἐφόδιον < ἐπί + ὁδός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.fo.ðiˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εφοδιάζω

εφοδιάζω, αόρ.: εφοδίασα, παθ.φωνή: εφοδιάζομαι, π.αόρ.: εφοδιάστηκα, μτχ.π.π.: εφοδιασμένος

  1. δίνω σε κάποιον τα απαραίτητα εφόδια (υλικά, ηθικά ή πνευματικά)
  2. δίνω σε κάποιον κάποιο απαραίτητο έγγραφο
  3. εξοπλίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις εφόδιο και οδός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]