εφοδιάζω
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφοδιάζω < αρχαία ελληνική ἐφοδιάζω < ἐφόδιον < ἐπί + ὁδός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ε.fɔ.ði.ˈa.zɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
εφοδιάζω (παθητική φωνή: εφοδιάζομαι)
- δίνω σε κάποιον τα απαραίτητα εφόδια (υλικά, ηθικά ή πνευματικά)
- δίνω σε κάποιον κάποιο απαραίτητο έγγραφο
- εξοπλίζω
[επεξεργασία]
- ανεφοδιάζω
- ανεφοδιασμός
- ανεφοδίαστος
- εφοδιασμένος
- εφοδιασμός
- → δείτε τις λέξεις: εφόδιο και οδός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εφοδιάζω | εφοδίαζα | θα εφοδιάζω | να εφοδιάζω | εφοδιάζοντας | |
β' ενικ. | εφοδιάζεις | εφοδίαζες | θα εφοδιάζεις | να εφοδιάζεις | εφοδίαζε | |
γ' ενικ. | εφοδιάζει | εφοδίαζε | θα εφοδιάζει | να εφοδιάζει | ||
α' πληθ. | εφοδιάζουμε | εφοδιάζαμε | θα εφοδιάζουμε | να εφοδιάζουμε | ||
β' πληθ. | εφοδιάζετε | εφοδιάζατε | θα εφοδιάζετε | να εφοδιάζετε | εφοδιάζετε | |
γ' πληθ. | εφοδιάζουν | εφοδίαζαν εφοδιάζανε |
θα εφοδιάζουν | να εφοδιάζουν | ||
|
||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εφοδίασα | θα εφοδιάσω | να εφοδιάσω | εφοδιάσει | ||
β' ενικ. | εφοδίασες | θα εφοδιάσεις | να εφοδιάσεις | εφοδίασε | ||
γ' ενικ. | εφοδίασε | θα εφοδιάσει | να εφοδιάσει | |||
α' πληθ. | εφοδιάσαμε | θα εφοδιάσουμε | να εφοδιάσουμε | |||
β' πληθ. | εφοδιάσατε | θα εφοδιάσετε | να εφοδιάσετε | εφοδιάστε | ||
γ' πληθ. | εφοδίασαν εφοδιάσανε |
θα εφοδιάσουν | να εφοδιάσουν | |||
|
||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εφοδιάσει | είχα εφοδιάσει | θα έχω εφοδιάσει | να έχω εφοδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εφοδιάσει | είχες εφοδιάσει | θα έχεις εφοδιάσει | να έχεις εφοδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εφοδιάσει | είχε εφοδιάσει | θα έχει εφοδιάσει | να έχει εφοδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εφοδιάσει | είχαμε εφοδιάσει | θα έχουμε εφοδιάσει | να έχουμε εφοδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εφοδιάσει | είχατε εφοδιάσει | θα έχετε εφοδιάσει | να έχετε εφοδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εφοδιάσει | είχαν εφοδιάσει | θα έχουν εφοδιάσει | να έχουν εφοδιάσει |
|