εφοδιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.fo.ðiˈa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φο‐δι‐ά‐ζο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]εφοδιάζομαι, π.αόρ.: εφοδιάστηκα, μτχ.π.π.: εφοδιασμένος, (ενεργ.: εφοδιάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος εφοδιάζω → δείτε και την κλίση