put up a fight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

put up a fight < → δείτε τις λέξεις put up, a και fight

Έκφραση[επεξεργασία]

put up a fight (en)

  • μάχομαι
    I am putting up a good fight - μάχομαι σθεναρά
    → δείτε τον όρο put up