hang
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hang (en)
- (μεταβατικό) κρεμώ
- (αμετάβατο) κρεμιέμαι
- (αμετάβατο) κρέμομαι
- (αμετάβατο) αιωρούμαι
- σεργιανώ, χαζεύω, περνάω τον καιρό μου χαλαρά για να ξεκουραστώ και να χαλαρώσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hang (en)
- το κρέμασμα
Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hang (hu)