hang
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hang |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs |
αόριστος | hung |
παθητική μετοχή | hung |
ενεργητική μετοχή | hanging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hang (en)
- (μεταβατικό) κρεμώ
- (αμετάβατο) κρεμιέμαι
- (αμετάβατο) κρέμομαι
- (αμετάβατο) αιωρούμαι
- ↪ The peak of the mountain hangs over their heads
- H κορυφή του βουνού αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους.
- ↪ The peak of the mountain hangs over their heads
- σεργιανώ, χαζεύω, περνάω τον καιρό μου χαλαρά για να ξεκουραστώ και να χαλαρώσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hang | hangs |
hang (en)
- το κρέμασμα
Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hang (hu)