sit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας sit
γ΄ ενικό ενεστώτα sits
αόριστος sat
παθητική μετοχή sat
ενεργητική μετοχή sitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

sit (en)

  1. κάθομαι
  2. στρώνω
    The jacket sits well across your shoulders.
    Το σακάκι στρώνει καλά στους ώμους σου.
     συνώνυμα: fit

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 828. ISBN 9780194325684. , λήμμα: στρώνω