sitting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sitting (en)
- η μία φορά που κάθεται κανείς για να κάνει κάτι ορισμένο, (π.χ. να φάει, για ποζάρισμα)
- how many calories do you take in one sitting? - πόσες θερμίδες παίρνεις σε ένα γεύμα;
- Ovelix could eat five boars at a sitting - ο Οβελίξ μπορούσε να φάει πέντε αγριογούρουνα στην καθισιά του
- η συνεδρίαση ενός νομοθετικού οργάνου
- η ενέργεια ενός πουλιού που κλωσάει τα αβγά του
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]sitting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του sit
Επίθετο
[επεξεργασία]sitting (en)
- που συμβαίνει ή εκτελείται σε/από καθιστή στάση· (πχ μουσική εκτέλεση σε καθιστή στάση)
- εν ενεργεία