fit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fit | fits |
fit (en)
- η προσαρμογή
- εφαρμογή
- ↪ Tight fit (π.χ. για παντελόνι που είναι στενό από το σχεδιασμό του)
- στενή εφαρμογή
- ↪ Tight fit (π.χ. για παντελόνι που είναι στενό από το σχεδιασμό του)
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fits |
αόριστος | fit |
παθητική μετοχή | fit |
ενεργητική μετοχή | fitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
fit (en)