fit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fit fits

fit (en)

  1. η προσαρμογή
  2. εφαρμογή
    Tight fit (π.χ. για παντελόνι που είναι στενό από το σχεδιασμό του)
    στενή εφαρμογή
  3. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας fit
γ΄ ενικό ενεστώτα fits
αόριστος fit
παθητική μετοχή fit
ενεργητική μετοχή fitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fit (en)

  1. ταιριάζω
  2. στρώνω
    This shirt fits you nicely
    Στρώνει ωραία πάνω σου αυτό το πουκάμισο. (κυριολεκτικά: σου στρώνει ωραία)
     συνώνυμα: sit