fit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fit | fits |
fit (en)
- η προσαρμογή
- εφαρμογή
- ↪ Tight fit (π.χ. για παντελόνι που είναι στενό από το σχεδιασμό του)
- στενή εφαρμογή
- ↪ Tight fit (π.χ. για παντελόνι που είναι στενό από το σχεδιασμό του)
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fits |
αόριστος | fit |
παθητική μετοχή | fit |
ενεργητική μετοχή | fitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
fit (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρώνω, είναι το σωστό σχήμα και μέγεθος για κάποιον ή κάτι
- (αμετάβατο) χωράω, πηγαίνω, παίρνω, έχω το σωστό μέγεθος, τύπο ή αριθμό για να πάω κάπου
- (μεταβατικό) βάζω κάτι κάπου
- ↪ I fit a lock to a door.
- Βάζω κλειδαριά σε μια πόρτα.
- ↪ I fit a lock to a door.
- ταιριάζω
Πηγές[επεξεργασία]
- fit - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 135, 699-700, 984. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, πηγαίνω, χωρώ