fit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fit fits

fit (en)

  1. η προσαρμογή
  2. εφαρμογή
    Tight fit (π.χ. για παντελόνι που είναι στενό από το σχεδιασμό του)
    στενή εφαρμογή
  3. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας fit
γ΄ ενικό ενεστώτα fits
αόριστος fit
παθητική μετοχή fit
ενεργητική μετοχή fitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fit (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρώνω, είναι το σωστό σχήμα και μέγεθος για κάποιον ή κάτι
    This shirt fits you nicely
    Στρώνει ωραία πάνω σου αυτό το πουκάμισο. (κυριολεκτικά: σου στρώνει ωραία)
     συνώνυμα: sit
  2. (αμετάβατο) χωράω, πηγαίνω, παίρνω, έχω το σωστό μέγεθος, τύπο ή αριθμό για να πάω κάπου
    How much wine fits in this barrel?
    Πόσο κρασί χωράει αυτό το βαρέλι;
    The car will fit all of us.
    Χωράμε όλοι στο αυτοκίνητο.
    Will all these clothes fit into one suitcase?
    Θα πάνε/πάρει όλα αυτά τα ρούχα σε μια βαλίτσα;
     συνώνυμα:  accommodate, go, hold, seat και take
  3. (μεταβατικό) βάζω κάτι κάπου
    I fit a lock to a door.
    Βάζω κλειδαριά σε μια πόρτα.
  4. ταιριάζω

Πηγές[επεξεργασία]