accommodate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
accommodate (en)
- προσαρμόζω
- συμβιβάζω, οδηγώ δύο αντιτιθέμενα μέρη σε συμφωνία
- εξυπηρετώ
- able to accommodate: ικανό να εξηγήσει-περιγράψει, για μαθηματική φόρμουλα που είναι ικανή να περιγράψει φαινόμενο