accommodate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | accommodate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accommodates |
αόριστος | accommodated |
παθητική μετοχή | accommodated |
ενεργητική μετοχή | accommodating |
Ρήμα[επεξεργασία]
accommodate (en)
- προσαρμόζω
- συμβιβάζω, οδηγώ δύο αντιτιθέμενα μέρη σε συμφωνία
- εξυπηρετώ
- στεγάζω