accommodate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας accommodate
γ΄ ενικό ενεστώτα accommodates
αόριστος accommodated
παθητική μετοχή accommodated
ενεργητική μετοχή accommodating

Ρήμα[επεξεργασία]

accommodate (en)

  1. προσαρμόζω
  2. συμβιβάζω, οδηγώ δύο αντιτιθέμενα μέρη σε συμφωνία
  3. εξυπηρετώ
  4. στεγάζω
    How many can you accommodate at your hotel?
    Πόσους μπορεί να στεγάσει το ξενοδοχείο σας;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shelter

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]