στεγάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεγάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεγάζω < στέγη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /steˈɣa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐γά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

στεγάζω{, αόρ.: στέγασα, παθ.φωνή: στεγάζομαι, π.αόρ.: στεγάστηκα, μτχ.π.π.: στεγασμένος

  1. καλύπτω έναν χώρο τοποθετώντας στέγη
  2. παρέχω σπίτι ή κατάλυμα
  3. (μεταφορικά) παρέχω χώρο και δυνατότητες να δραστηριοποιηθεί κάποιος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]