επιστεγάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιστεγάζω < αρχαία ελληνική ἐπιστεγάζω < ἐπί + στεγάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιστεγάζω (παθητική φωνή: επιστεγάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]