crown

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
crown crowns

crown (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας crown
γ΄ ενικό ενεστώτα crowns
αόριστος crowned
παθητική μετοχή crowned
ενεργητική μετοχή crowning

crown (en)

  • στέφω
    The king was crowned. - Ο βασιλιάς στέφθηκε.