επιστέφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστέφω < ἐπί + στέφω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιστέφω → λείπει η κλίση
- (αρχαιοπρεπές) στεφανώνω
- (αρχαιοπρεπές) τοποθετώ στην κορυφή
- Οι κίονες είναι κυλινδρικοί αρράβδωτοι από φαιόχρωμο μάρμαρο και επιστέφονται με ιωνικά κιονόκρανα. (*odysseus.culture.gr)
- (λόγιο) ολοκληρώνω κάτι που κάνω με μια τελευταία σημαντική ενέργεια, θέτω ως επιστέγασμα
- ≈ συνώνυμα: επισφραγίζω
- ※ Στην πόλη της Παμπλόνας, στη βόρειο Ισπανία, γιορτάζεται το διάσημο φεστιβάλ του Σαν Φερμίν, του οποίου οι εννεαήμερες εορταστικές εκδηλώσεις επιστέφονται με το πασίγνωστο σε όλο τον κόσμο κυνήγι των ταύρων. (*naftemporiki.gr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιστέφω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)