συμβιβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβιβάζω < αρχαία ελληνική συμβιβάζω < σύν + βιβάζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compromise[1] [2])
Ρήμα[επεξεργασία]
συμβιβάζω (παθητική φωνή: συμβιβάζομαι)
- συμβάλλω στη μείωση ή εξάλειψη των διαφορών δύο μερών με διάφορους τρόπους
- ταιριάζω μεταξύ τους πράγματα ή καταστάσεις εν μέρει ασύμβατα, αντικρουόμενα ή και αντίθετα
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβιβάζω | συμβίβαζα | θα συμβιβάζω | να συμβιβάζω | συμβιβάζοντας | |
β' ενικ. | συμβιβάζεις | συμβίβαζες | θα συμβιβάζεις | να συμβιβάζεις | συμβίβαζε | |
γ' ενικ. | συμβιβάζει | συμβίβαζε | θα συμβιβάζει | να συμβιβάζει | ||
α' πληθ. | συμβιβάζουμε | συμβιβάζαμε | θα συμβιβάζουμε | να συμβιβάζουμε | ||
β' πληθ. | συμβιβάζετε | συμβιβάζατε | θα συμβιβάζετε | να συμβιβάζετε | συμβιβάζετε | |
γ' πληθ. | συμβιβάζουν(ε) | συμβίβαζαν συμβιβάζαν(ε) |
θα συμβιβάζουν(ε) | να συμβιβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμβίβασα | θα συμβιβάσω | να συμβιβάσω | συμβιβάσει | ||
β' ενικ. | συμβίβασες | θα συμβιβάσεις | να συμβιβάσεις | συμβίβασε | ||
γ' ενικ. | συμβίβασε | θα συμβιβάσει | να συμβιβάσει | |||
α' πληθ. | συμβιβάσαμε | θα συμβιβάσουμε | να συμβιβάσουμε | |||
β' πληθ. | συμβιβάσατε | θα συμβιβάσετε | να συμβιβάσετε | συμβιβάστε | ||
γ' πληθ. | συμβίβασαν συμβιβάσαν(ε) |
θα συμβιβάσουν(ε) | να συμβιβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμβιβάσει | είχα συμβιβάσει | θα έχω συμβιβάσει | να έχω συμβιβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμβιβάσει | είχες συμβιβάσει | θα έχεις συμβιβάσει | να έχεις συμβιβάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμβιβάσει | είχε συμβιβάσει | θα έχει συμβιβάσει | να έχει συμβιβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβιβάσει | είχαμε συμβιβάσει | θα έχουμε συμβιβάσει | να έχουμε συμβιβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμβιβάσει | είχατε συμβιβάσει | θα έχετε συμβιβάσει | να έχετε συμβιβάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβιβάσει | είχαν συμβιβάσει | θα έχουν συμβιβάσει | να έχουν συμβιβάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβιβάζω
- ↑ «συμβιβάζω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.