συμφιλιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμφιλιώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

συμφιλιώνω, πρτ.: συμφιλίωνα, στ.μέλλ.: θα συμφιλιώσω, αόρ.: συμφιλίωσα, παθ.φωνή: συμφιλιώνομαι, μτχ.π.π.: συμφιλιωμένος

  1. τερματίζω μια εχθρότητα, ενεργώ έτσι ώστε δύο άτομα ή σύνολα που είχαν έρθει σε ρήξη μεταξύ τους να γίνουν φίλοι μεταξύ τους
  2. φέρνω σε επαφή δύο αντιτιθέμενα πράγματα και δημιουργώ μεταξύ τους μια αρμονική σχέση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]