συμφιλιωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμφιλιωτικός < συμφιλιωτ(ής) + -ικός. Δείτε επίσης: συμφιλιώνω, το πρόθημα συμ-, και φιλία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
συμφιλιωτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στη συμφιλίωση
- στις διαπραγματεύσεις επικράτησε συμφιλιωτικό κλίμα, μετά από μια περίοδο εντάσεων
Παράγωγα[επεξεργασία]
- συμφιλιωτικά (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμφιλιωτικός
|