συμβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβάλλω < (σύν) συμ + βάλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siɱˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βάλ‐λω
Ρήμα[επεξεργασία]
συμβάλλω, πρτ.: συνέβαλλα, αόρ.: συνέβαλα, παθ.φωνή: συμβάλλομαι, π.αόρ.: συμβλήθηκα/συνεβλήθην, μτχ.π.π.: συμβλημένος/συμβεβλημένος
- ενώνομαι
- (για ποτάμια) ενώνομαι κι εκβάλλω
- βοηθώ, συνεισφέρω, συντείνω σε μια κοινή προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού
- {στην παθητική φωνή, νομικός όρος) → δείτε τη λέξη συμβάλλομαι
[επεξεργασία]
- αντισυμβαλλόμενος
- συμβλημένος
- συμβόλαιο & συγγενικά
- συμβολή
- συμβολίζω
- συμβολικά
- συμβολικός
- συμβολισμός
- συμβάλλομαι
- συμβαλλόμενος
- συμβεβλημένος
- σύμβολο & συγγενικά
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)