συμβεβλημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβεβλημένος η συμβεβλημένη το συμβεβλημένο
      γενική του συμβεβλημένου της συμβεβλημένης του συμβεβλημένου
    αιτιατική τον συμβεβλημένο τη συμβεβλημένη το συμβεβλημένο
     κλητική συμβεβλημένε συμβεβλημένη συμβεβλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβεβλημένοι οι συμβεβλημένες τα συμβεβλημένα
      γενική των συμβεβλημένων των συμβεβλημένων των συμβεβλημένων
    αιτιατική τους συμβεβλημένους τις συμβεβλημένες τα συμβεβλημένα
     κλητική συμβεβλημένοι συμβεβλημένες συμβεβλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμβεβλημένος: όπως αρχαία ελληνική συμβεβλημένος < συμ- + βεβλημένος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siɱ.ve.vliˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βε‐βλη‐μέ‐νος

Μετοχή

[επεξεργασία]

συμβεβλημένος, -η -ο (λόγιο)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη συμβάλλω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συμβεβλημένος συμβεβλημένη τὸ συμβεβλημένον
      γενική τοῦ συμβεβλημένου τῆς συμβεβλημένης τοῦ συμβεβλημένου
      δοτική τῷ συμβεβλημέν τῇ συμβεβλημέν τῷ συμβεβλημέν
    αιτιατική τὸν συμβεβλημένον τὴν συμβεβλημένην τὸ συμβεβλημένον
     κλητική ! συμβεβλημένε συμβεβλημένη συμβεβλημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συμβεβλημένοι αἱ συμβεβλημέναι τὰ συμβεβλημέν
      γενική τῶν συμβεβλημένων τῶν συμβεβλημένων τῶν συμβεβλημένων
      δοτική τοῖς συμβεβλημένοις ταῖς συμβεβλημέναις τοῖς συμβεβλημένοις
    αιτιατική τοὺς συμβεβλημένους τὰς συμβεβλημένᾱς τὰ συμβεβλημέν
     κλητική ! συμβεβλημένοι συμβεβλημέναι συμβεβλημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμβεβλημένω τὼ συμβεβλημέν τὼ συμβεβλημένω
      γεν-δοτ τοῖν συμβεβλημένοιν τοῖν συμβεβλημέναιν τοῖν συμβεβλημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

[επεξεργασία]

συμβεβλημένος, -η -ον