συμβατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμβατός | η | συμβατή | το | συμβατό |
γενική | του | συμβατού | της | συμβατής | του | συμβατού |
αιτιατική | τον | συμβατό | τη | συμβατή | το | συμβατό |
κλητική | συμβατέ | συμβατή | συμβατό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμβατοί | οι | συμβατές | τα | συμβατά |
γενική | των | συμβατών | των | συμβατών | των | συμβατών |
αιτιατική | τους | συμβατούς | τις | συμβατές | τα | συμβατά |
κλητική | συμβατοί | συμβατές | συμβατά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβατός < ελληνιστική συμβατός < συμβαίνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siɱ.vaˈtos/ αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]συμβατός, -ή, -ό
- που καθορίζεται από σύμβαση
- που μπορεί να υπάρξει με κάτι άλλο
- που ταιριάζει και χρησιμοποιείται με κάτι άλλο
- (πληροφορική) που μπορεί:
- να εκτελεστεί από συγκεκριμένο υπολογιστή· λέγεται για πρόγραμμα
- να χρησιμοποιηθεί με συγκεκριμένη συσκευή· λέγεται για εξαρτήματα υπολογιστών
- να λειτουργήσει ισοδύναμα με κάποιο, ευρύτερα γνωστό και χρησιμοποιούμενο, σύστημα
- (βάσεις δεδομένων), (στο σχεσιακό μοντέλο) συμβατές λέγονται δύο σχέσεις και , που έχουν τον ίδιο βαθμό και τα ίδια πεδία ορισμού για τα στοιχεία των πλειάδων τους, δηλαδή για , όπου dom, το αντίστοιχο πεδίο ορισμού[1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμβατός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 64, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04