Μετάβαση στο περιεχόμενο

dom

Από Βικιλεξικό

Σύμβολο

[επεξεργασία]

dom (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dom (bs)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɔ̃m/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dom (pl) αρσενικό

  1. το σπίτι
      jestem w domu - είμαι σπίτι
  2. ο οίκος με τις έννοιες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dom (sk) αρσενικό