ίδρυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίδρυμα | τα | ιδρύματα |
γενική | του | ιδρύματος | των | ιδρυμάτων |
αιτιατική | το | ίδρυμα | τα | ιδρύματα |
κλητική | ίδρυμα | ιδρύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ίδρυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἵδρυμα και σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική institution, foundation[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.ðɾi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐δρυ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ίδρυμα ουδέτερο
- ο οργανισμός υπηρεσιών που συγκροτείται για κοινωφελείς σκοπούς
- (συνεκδοχικά) το κτήριο όπου στεγάζεται ο παραπάνω οργανισμός
- κάθε οργανισμός όπου δίνεται στέγη και τροφή σε άτομα που δεν μπορούν να αυτοεξυπητερηθούν (ψυχιατρείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο κ.λπ.)
- ※ Όταν δεν επιτρέπεται σε ένα παιδί να αφήσει το ίδρυμα και να ζήσει σε μια οικογένεια, επειδή οι ενήλικες σε αυτή την οικογένεια είναι ομόφυλο ζευγάρι, ποιος ιδρυματοποιεί; Το ίδρυμα ή οι νομοθέτες; (Το ανάπηρο (ελληνικό) Δημόσιο , liberal.gr, 25/04/2019 [1])
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ιδρυματικός
- ιδρυματισμός
- ιδρυματοποίηση
- ιδρυματοποιώ
- → δείτε τη λέξη ιδρύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ίδρυμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ίδρυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)