ίδρυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίδρυμα | τα | ιδρύματα |
γενική | του | ιδρύματος | των | ιδρυμάτων |
αιτιατική | το | ίδρυμα | τα | ιδρύματα |
κλητική | ίδρυμα | ιδρύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίδρυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἵδρυμα και σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική institution, foundation[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈi.ðɾi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐δρυ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίδρυμα ουδέτερο
- ο οργανισμός υπηρεσιών που συγκροτείται για κοινωφελείς σκοπούς
- (συνεκδοχικά) το κτήριο όπου στεγάζεται ο παραπάνω οργανισμός
- κάθε οργανισμός όπου δίνεται στέγη και τροφή σε άτομα που δεν μπορούν να αυτοεξυπητερηθούν (ψυχιατρείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο κ.λπ.)
[επεξεργασία]
- ιδρυματικός
- ιδρυματισμός
- ιδρυματοποίηση
- ιδρυματοποιώ
- → δείτε τη λέξη ιδρύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ίδρυμα
[επεξεργασία]
- ↑ ίδρυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)