institute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
institute | institutes |
institute (en)
- το ινστιτούτο, το ίδρυμα
- ↪ institutes of higher education - ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
- ↪ the Research Institute - το Ίδρυμα Ερευνών
- ↪ Institute of Geological and Mineral Research - Iνστιτούτο Γεωλογικών και Mεταλλευτικών Ερευνών
- ≈ συνώνυμα: establishment, foundation, institution
- το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ένα ινστιτούτο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | institute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | institutes |
αόριστος | instituted |
παθητική μετοχή | instituted |
ενεργητική μετοχή | instituting |
institute (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίδρυμα, ιδρύω