institution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
institution | institutions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
institution (en)
- ο θεσμός, το έθος
- η θέσπιση, η θεσμοθέτηση
- το ίδρυμα
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίδρυμα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
institution | institutions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
institution (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η σύσταση, η ίδρυση
- (θρησκεία) κανόνας μοναχικής τάξης που ορίζεται τη στιγμή της ίδρυσής της
- το ίδρυμα
- το Institut de France, που περιλαμβάνει τις πέντε Ακαδημίες