institution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
institution | institutions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]institution (en)
- το ίδρυμα, ένας μεγάλος σημαντικός οργανισμός που έχει συγκεκριμένο σκοπό, για παράδειγμα ένα πανεπιστήμιο ή μια τράπεζα
- ο θεσμός, ένα έθιμο ή ένα σύστημα που υπάρχει εδώ και πολύ καιρό σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων
- ⮡ the institution of the family - ο θεσμός της οικογένειας
- ⮡ Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
- Η δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
- (μη μετρήσιμο) η θέσπιση, η καθιέρωση
- ⮡ The institution of measures for the decentralization of the industry.
- Η θέσπιση μέτρων για την αποκέντρωση της βιομηχανίας.
- ⮡ The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
- Η καθιέρωση της μηνιαίας άδειας ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων της εργατικής τάξης.
- ⮡ The institution of measures for the decentralization of the industry.
Πηγές
[επεξεργασία]- institution - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίδρυμα
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
institution | institutions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]institution (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η σύσταση, η ίδρυση
- (θρησκεία) κανόνας μοναχικής τάξης που ορίζεται τη στιγμή της ίδρυσής της
- το ίδρυμα
- το Institut de France, που περιλαμβάνει τις πέντε Ακαδημίες