institution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
institution (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
institution | institutions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
institution (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η σύσταση, η ίδρυση
- (θρησκεία) κανόνας μοναχικής τάξης που ορίζεται τη στιγμή της ίδρυσής της
- το ίδρυμα
- το Institut de France, που περιλαμβάνει τις πέντε Ακαδημίες