institution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
institution institutions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

institution (en)

  1. το ίδρυμα, ένας μεγάλος σημαντικός οργανισμός που έχει συγκεκριμένο σκοπό, για παράδειγμα ένα πανεπιστήμιο ή μια τράπεζα
    ⮡  institutions of higher education - ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη institute
  2. ο θεσμός, ένα έθιμο ή ένα σύστημα που υπάρχει εδώ και πολύ καιρό σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων
    ⮡  the institution of the family - ο θεσμός της οικογένειας
    ⮡  Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
    Η δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
  3. (μη μετρήσιμο) η θέσπιση, η καθιέρωση
    ⮡  The institution of measures for the decentralization of the industry.
    Η θέσπιση μέτρων για την αποκέντρωση της βιομηχανίας.
    ⮡  The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
    Η καθιέρωση της μηνιαίας άδειας ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων της εργατικής τάξης.



      ενικός         πληθυντικός  
institution institutions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

institution (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η σύσταση, η ίδρυση
  2. (θρησκεία) κανόνας μοναχικής τάξης που ορίζεται τη στιγμή της ίδρυσής της
  3. το ίδρυμα
  4. το Institut de France, που περιλαμβάνει τις πέντε Ακαδημίες

Συγγενικά

[επεξεργασία]