θεσμοθέτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεσμοθέτηση οι θεσμοθετήσεις
      γενική της θεσμοθέτησης* των θεσμοθετήσεων
    αιτιατική τη θεσμοθέτηση τις θεσμοθετήσεις
     κλητική θεσμοθέτηση θεσμοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεσμοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεσμοθέτηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεσμοθέτη(σις) + -ση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θe.zmoˈθe.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐σμο‐θέ‐τη‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θεσμοθέτηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις θεσμοθετώ, θεσμός και θέτω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]