θεσμοθέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεσμοθέτηση | οι | θεσμοθετήσεις |
γενική | της | θεσμοθέτησης* | των | θεσμοθετήσεων |
αιτιατική | τη | θεσμοθέτηση | τις | θεσμοθετήσεις |
κλητική | θεσμοθέτηση | θεσμοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεσμοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεσμοθέτηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεσμοθέτη(σις) + -ση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θe.zmoˈθe.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐σμο‐θέ‐τη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεσμοθέτηση θηλυκό
- (νομικός όρος) η ενέργεια του θεσμοθετώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις θεσμοθετώ, θεσμός και θέτω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- συγκρίνετε με το θεσμοποίηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεσμοθέτηση
Πηγές
[επεξεργασία]- θεσμοθέτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θεσμοθέτηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)