θεσμοθέτησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
θεσμοθέτησης θηλυκό
- γενική ενικού του θεσμοθέτηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- θεσμοθετήσεως (λόγιο)
θεσμοθέτησης θηλυκό