έθος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έθος < αρχαία ελληνική ἔθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έθος ουδέτερο
- η συνήθεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έθος
|
έθος ουδέτερο
|