Institut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Institut | die | Institute |
γενική | des | Instituts Institutes |
der | Institute |
δοτική | dem | Institut Institute |
den | Instituten |
αιτιατική | das | Institut | die | Institute |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Institut (de) ουδέτερο