συμβατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
συμβατικός, -ή, -ό
- συμπεφωνημένος
- είναι απαραίτητη η εκτέλεση των συμβατικών (δηλαδή εκείνων που έχουν συμπεφωνηθεί σε μιά γραπτή σύμβαση) δεσμεύσεων
- συνήθης
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- συμβατική γεωργία, συμβατική κτηνοτροφία: που γίνονται με χρήση χημικών λιπασμάτων, παρασιτοκτόνων και εντομοκτόνων ή τροφών, ορμονών και αντιβιοτικών φαρμάκων,
- εν αντιθέσει προς τις
- οργανική γεωργία, οργανική κτηνοτροφία: που χρησιμοποιούν αυστηρώς φυσικά λιπάσματα, τροφές και τεχνικές προστασίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβατικός