συμβάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμβάν < αρχαία ελληνική ουδέτερο της μετοχής συμβάς, συμβᾶσα, συμβάν του αορίστου συνέβην του ρήματος συμβαίνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɱˈvan/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμβάν ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]