incident

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

incident < μέση γαλλική incident < λατινική incidens < μετοχή του incido < in- + -cido < cado

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

incident (en)

  1. το περιστατικό

Επίθετο[επεξεργασία]

incident (en)

  1. που προκύπτει ως αποτέλεσμα, συναφής
  2. (φυσική) προσπίπτων (για το φως που αντανακλάται σε μια επιφάνεια)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
incident incidents

incident (fr) αρσενικό