cado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cado < πρωτοϊταλική *kadō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱad- (πέφτω)
Ρήμα[επεξεργασία]
cado (la)
[επεξεργασία]
- cāsus (μετοχή)
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (cado, cecidi, casum, cadere)
|