Μετάβαση στο περιεχόμενο

cado

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cado < πρωτοϊταλική *kadō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱad- (πέφτω)

cado (la)

Συγγενικά

[επεξεργασία]