casus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- casus < cado < πρωτοϊταλική *kadō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱad- (πέφτω)
Μετοχή[επεξεργασία]
cāsus, -a, -um
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος cado
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | casus | casa | casum | casī | casae | casa |
γενική | casī | casae | casī | casōrum | casārum | casōrum |
δοτική | casō | casae | casō | casīs | casīs | casīs |
αιτιατική | casum | casam | casum | casōs | casās | casa |
κλητική | case | casa | casum | casī | casae | casa |
αφαιρετική | casō | casā | casō | casīs | casīs | casīs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
casus, -us
Απόγονοι[επεξεργασία]
casus (λατινικά)
- → ιταλικά: caso
- ↷ νέα ελληνικά: κάζο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | casus | casūs |
γενική | casūs | casuum |
δοτική | casuī | casibus |
αιτιατική | casum | casūs |
κλητική | casus | casūs |
αφαιρετική | casū | casibus |