case
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
case < απώτατη αρχή, η λατινική casus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
case | cases |
case (en)
- (μετρήσιμο) η περίπτωση, η υπόθεση, μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μια κατάσταση συγκεκριμένου τύπου
- (νομικός όρος) η υπόθεση, το θέμα, δίκη ή αντικείμενο δίκης
- ↪ a divorce case - υπόθεση διαζυγίου
- ↪ Your case is coming up next week.
- Η υπόθεσή σου θα εκδικαστεί την ερχόμενη εβδομάδα.
- (επιδημιολογία) το κρούσμα, η περίπτωση, το γεγονός ότι κάποιος έχει ασθένεια ή τραυματισμό· ένα άτομο που έχει ασθένεια ή τραυματισμό
- ↪ many cases of cholera - πολλά κρούσματα χολέρας
- ↪ several cases of pneumonia - πολλές περιπτώσεις πνευμονίας
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γραμματική) η πτώση
- ↪ the nominative/genitive/accusative case - η ονομαστική/γενική/αιτιατική πτώση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
(πληροφορική):
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
case < απώτατη αρχή, η λατινική capsa
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
case | cases |
case (en)
- (συνήθως σε σύνθετα) η θήκη, το κουτί, το κιβώτιο, η κάσα, ένα δοχείο ή κάλυμμα που χρησιμοποιείται για την προστασία ή την αποθήκευση πραγμάτων
- ↪ a glass case - γυάλινη θήκη
- ↪ a glasses case - θήκη γυαλιών
- ↪ a pillow case - μαξιλαροθήκη
- ↪ I bought a case of beers.
- Αγόρασα μια κάσα μπίρες.
- (υλικό υπολογιστή) το σιδερένιο κουτί (θήκη) που περιέχει τα εξαρτήματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή άλλης ηλεκτρικής συσκευής)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
(πληροφορική):
Πηγές[επεξεργασία]
- case (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- case (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 689, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: περίπτωση, υπόθεση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
case | cases |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
case (fr) θηλυκό
- τμήμα, μέρος
- κουτί, θήκη
- → δείτε τη λέξη casier
- πρόχειρα κατασκευασμένο σπίτι, π.χ. από λαμαρίνες, ξύλο, άχυρο, κ.λπ.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- il lui manque une case: είναι βλίτο
Κατηγορίες:
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Επιδημιολογία (αγγλικά)
- Γραμματική (αγγλικά)
- Υλικό υπολογιστή (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)