case

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

case < απώτατη αρχή, η λατινική casus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
case cases

case (en)

  1. (μετρήσιμο) η περίπτωση, η υπόθεση, μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μια κατάσταση συγκεκριμένου τύπου
    a case of legitimate self-defense - περίπτωση νομικής άμυνας
    a case of absolute necessity - περίπτωση ανωτέρας βίας
    That is a easy/difficult case.
    Είναι εύκολη/δύσκολη περίπτωση.
    It is a clear case of fraud.
    Είναι καθαρή περίπτωση/υπόθεση απάτης.
     συνώνυμα: matter
  2. (νομικός όρος) η υπόθεση, το θέμα, δίκη ή αντικείμενο δίκης
    a divorce case - υπόθεση διαζυγίου
    Your case is coming up next week.
    Η υπόθεσή σου θα εκδικαστεί την ερχόμενη εβδομάδα.
  3. (επιδημιολογία) το κρούσμα, η περίπτωση, το γεγονός ότι κάποιος έχει ασθένεια ή τραυματισμό· ένα άτομο που έχει ασθένεια ή τραυματισμό
    many cases of cholera - πολλά κρούσματα χολέρας
    several cases of pneumonia - πολλές περιπτώσεις πνευμονίας
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γραμματική) η πτώση
    the nominative/genitive/accusative case - η ονομαστική/γενική/αιτιατική πτώση

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

(πληροφορική):

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Κουτί υπολογιστή (case)

case < απώτατη αρχή, η λατινική capsa

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
case cases

case (en)

  1. (συνήθως σε σύνθετα) η θήκη, το κουτί, το κιβώτιο, η κάσα, ένα δοχείο ή κάλυμμα που χρησιμοποιείται για την προστασία ή την αποθήκευση πραγμάτων
    a glass case - γυάλινη θήκη
    a glasses case - θήκη γυαλιών
    a pillow case - μαξιλαροθήκη
    I bought a case of beers.
    Αγόρασα μια κάσα μπίρες.
  2. (υλικό υπολογιστή) το σιδερένιο κουτί (θήκη) που περιέχει τα εξαρτήματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή άλλης ηλεκτρικής συσκευής)
     συνώνυμα: casing, chassis
    → δείτε τη λέξη SECC

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

(πληροφορική):

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
case cases

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

case (fr) θηλυκό

  1. τμήμα, μέρος
  2. κουτί, θήκη
    → δείτε τη λέξη casier
  3. πρόχειρα κατασκευασμένο σπίτι, π.χ. από λαμαρίνες, ξύλο, άχυρο, κ.λπ.

Εκφράσεις[επεξεργασία]