case

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
case cases

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

case < απώτατη αρχή, η λατινική casus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

case (en)

  1. περίπτωση
  2. (νομικός όρος) υπόθεση, θέμα
  3. (γραμματική) πτώση
  4. (στη γραφή) η γραφή με μικρά

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

πληροφορική:

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • in case
  • (just) in case: στην περίπτωση που (συμβεί κάτι ανεπιθύμητο), "μόνο για την σπάνια πιθανότητα αναπάντεχης δυσμενής, -ούς περίπτωσης"• (σε, για την ή στην περίπτωση [που συμβεί κάτι κακό])
  • in that case : σε αυτή(ν) την περίπτωση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, εξ αιτίας/εξαιτίας αυτού, υπολογίζοντας αυτό
  • I rest my case

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Κουτί υπολογιστή (case)

case < απώτατη αρχή, η λατινική capsa

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

case (en)

  1. κουτί, κιβώτιο
  2. κρούσμα
  3. (υλικό υπολογιστή) το σιδερένιο κουτί (θήκη) που περιέχει τα εξαρτήματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή άλλης ηλεκτρικής συσκευής)
     συνώνυμα: casing, chassis
    → δείτε τη λέξη SECC


Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

πληροφορική:

Σύνθετα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
case cases

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

case (fr) θηλυκό

  1. τμήμα, μέρος
  2. κουτί, θήκη
    → δείτε τη λέξη casier
  3. πρόχειρα κατασκευασμένο σπίτι, π.χ. από λαμαρίνες, ξύλο, άχυρο, κ.λπ.

Εκφράσεις[επεξεργασία]