case
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
case | cases |
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
case < απώτατη αρχή, η λατινική casus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
case (en)
- περίπτωση
- (νομικός όρος) υπόθεση, θέμα
- (γραμματική) πτώση
- (στη γραφή) η γραφή με μικρά
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in case
- (just) in case: στην περίπτωση που (συμβεί κάτι ανεπιθύμητο), "μόνο για την σπάνια πιθανότητα αναπάντεχης δυσμενής, -ούς περίπτωσης"• (σε, για την ή στην περίπτωση [που συμβεί κάτι κακό])
- in that case : σε αυτή(ν) την περίπτωση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, εξ αιτίας/εξαιτίας αυτού, υπολογίζοντας αυτό
- I rest my case
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

case < απώτατη αρχή, η λατινική capsa
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
case (en)
- κουτί, κιβώτιο
- κρούσμα
- (υλικό υπολογιστή) το σιδερένιο κουτί (θήκη) που περιέχει τα εξαρτήματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή άλλης ηλεκτρικής συσκευής)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
Σύνθετα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
case | cases |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
case (fr) θηλυκό
- τμήμα, μέρος
- κουτί, θήκη
- → δείτε τη λέξη casier
- πρόχειρα κατασκευασμένο σπίτι, π.χ. από λαμαρίνες, ξύλο, άχυρο, κ.λπ.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- il lui manque une case: είναι βλίτο