in case
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in case (en)
- (ιδιωματισμός) σε περίπτωση, αν συμβεί κάτι
- ↪ In case of an accident…
- Σε περίπτωση ατυχήματος…
- ↪ In case you don’t find him there…
- Σε περίπτωση που δεν τον βρεις εκεί…
- ↪ In case of an accident…