κάσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάσα οι κάσες
      γενική της κάσας των κασών
    αιτιατική την κάσα τις κάσες
     κλητική κάσα κάσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
2. κάσα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassa < λατινική capsa < capio < πρωτοϊταλική*kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂p- (πιάνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάσα θηλυκό

  1. περιμετρική βάση στήριξης πόρτας / παραθύρου μέσω των μεντεσέδων
     συνώνυμα: κάσωμα
  2. συρτάρι με τυπογραφικά στοιχεία
    ※  Όμως εκείνος στέκεται μπρος στην κάσα και στοιχειοθετεί, σα να μη μας ακούει. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
  3. ξύλινο κιβώτιο που χρησιμοποιείται για μεταφορά
  4. (κατ’ επέκταση) κάθε κιβώτιο κατάλληλο για μεταφορά τροφίμων και ποτών
    φέρε μια κάσα μπίρες
     συνώνυμα: κασόνι
  5. (οικείο) το φέρετρο
  6. (σε παιχνίδια)
    1. (χαρτοπαίγνιο) το ταμείο
    2. (χαρτοπαίγνιο) τα χρήματα με τα οποία συμμετέχει ο παίκτης στο παιχνίδι
  7. (παρωχημένο) το παιδί που μαζεύει τα χρήματα σε μια παρέα καλαντιστών
    ※  «Τί μαλλώνετε, βρέ;» Τὰ δύο παιδιὰ ἀφῆκαν συγχρόνως διπλῆν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἐδόκιμασαν νὰ τραπῶσιν εἰς φυγὴν ἀφήνοντα τὸ φανάριον κατὰ γῆς. ᾽Αλλὰ τὸ παράδοξον ὄν μὲ τὸν πόδα ἀνέτρεψε τὸ φανάριον, τὸ ὁποῖον ἔσβησεν εὐθύς, καὶ μὲ τὰς δύο χεῖρας συνέλαβεν ἀπὸ τοὺς βραχίονας τὰ δύο τρέμοντα παιδία. «Ποιός εἶναι κάσα, βρέ;» Τὰ δύο παιδία ἤσπαιρον κι ἐδοκίμαζον νὰ φύγουν. «Μὴ φοβᾶσθε, δὲν σᾶς τρώω. Δῶστε μου τοὺς παράδες, σας γιὰ νὰ μὴ μαλώσετε καὶ σκοτωθῆτε. Καλὰ ποὺ βρέθηκα καὶ σᾶς γλύτωσα.» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]