Μετάβαση στο περιεχόμενο

παιδί

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: παΐδι, πέδη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιδί τα παιδιά
      γενική του παιδιού των παιδιών
    αιτιατική το παιδί τα παιδιά
     κλητική παιδί παιδιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παιδιά σε νηπιαγωγείο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παιδί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παιδίν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παιδίον < υποκοριστικό του παῖς + (κατάληξη υποκοριστικού) -ίον < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wids < *peh₂u-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δί
τονικό παρώνυμο: πέδη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παιδί ουδέτερο

  1. νεαρό άτομο μικρής ηλικίας, συνήθως ανάμεσα στη βρεφική και την εφηβική ηλικία, που η σωματική και πνευματική του ανάπτυξη δεν έχει ολοκληρωθεί
    ⮡  είσαι μεγάλο παιδί πια!
    ⮡  τα παιδιά δεν πρέπει να παρακολουθούν σκηνές βίας
  2. το νεαρό άτομο που δεν έχει περάσει τα νόμιμα όρια της ενηλικίωσης
    ⮡  τα παιδιά δεν ψηφίζουν
  3. το νεαρό άτομο με εμφανίσιμα κι ελκυστικά χαρακτηριστικά
    ⮡  ο Κωνσταντίνος είναι ωραίο παιδί
  4. το τέκνο, ο γόνος, ο γιος ή η κόρη
    ⮡  οι γονείς οφείλουν να φροντίζουν την υγεία των παιδιών τους
    ⮡  είχε δύο παιδιά και τρία κορίτσια
  5. ο απόγονος
    ⮡  είμαστε παιδιά γενναίων πολεμιστών και σπουδαίων ανθρώπων
  6. (για ζώα) το νεογνό, ο νεοσσός
    ⮡  και τα ζώα φροντίζουν τα παιδιά τους
  7. (μεταφορικά) το άτομο που έχει γαλουχηθεί σε συγκεκριμένες συνθήκες κι έχει επηρεαστεί από συγκεκριμένους παράγοντες
    ⮡  παιδιά της Κατοχής
  8. υπάλληλος μικρής ηλικίας για ασήμαντες δουλειές και θελήματα
    ⮡  το παιδί του γραφείου έφερε καφέ στο διευθυντή
    ⮡  να έρθει το παιδί να πάρει τους φακέλους
  9. (μειωτικό) ο ανώριμος άνθρωπος που δε συμπεριφέρεται ως ενήλικας
    ⮡  σοβαρέψου και μη γίνεσαι παιδί!
  10. (χαϊδευτικό) ο ενήλικας που εμφανίζει θετικά χαρακτηριστικά (αθωότητα, ευαισθησία, τρυφερότητα κ.λπ.) της παιδικής ηλικίας
    ⮡  είναι ένα παιδί, μην την πληγώσεις

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

και

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

παιδί αρσενικό ή θηλυκό