παιδιαρίσματα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παιδιαρίσματα | ||
γενική | των | παιδιαρισμάτων | ||
αιτιατική | τα | παιδιαρίσματα | ||
κλητική | παιδιαρίσματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- *παιδιαρίσματα < παιδιαρίζω, παιδιαρισ- + -μα, στον πληθυντικό -ματα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ðʝaˈɾi.zma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δια‐ρί‐σμα‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παιδιαρίσματα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παιδιαρίζω, το να φέρεται κάποιος ανώριμα, σαν μικρό παιδί
- ≈ συνώνυμα: παιδαριώδεις πράξεις, παιδαριώδης συμπεριφορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη παιδί
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παιδιάρισμα ή παιδιαρίσματα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]παιδιαρίσματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παιδιάρισμ
Πηγές
[επεξεργασία]- παιδιαρίσματα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παιδιαρίσματα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- παιδιαρίσματα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Λέξεις με παιδιαρι- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)